Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.999 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Φ
- φαέθω
- φαείνω
- φαιδρόομαι
- φαιδροῦμαι
- φαιδρύνω
- φαίνω
- φαλαγγομαχέω
- φανερόω
- φανίζω
- φάργνυμι
- φαρμακάω
- φαρμακεύω
- φαρμάσσω
- φαρμάττω
- φάρω
- φάσκω
- φαυλίζω
- φάω
- φέβομαι
- φείδομαι
- φενακίζω
- φένω
- φέρω
- φεύγω
- φευκτιάω
- φευξείω
- φημί
- φθάνω
- φθέγγομαι
- φθίνω
- φθισιῶ
- φθονέω
- φθονῶ
- φίλειμι
- φιλέω
- φίλημμι
- φιλογυμναστέω
- φιλοδικέω
- φιλοκαλέω
- φιλοκαλῶ
- φιλοκερδέω
- φιλοκερδῶ
- φιλομαθέω
- φιλονικέω
- φιλονικῶ
- φιλοπονέω
- φιλοπονῶ
- φιλοσοφέω
- φιλοσοφῶ
- φιλοστοργέω
- φιλοτεχνέω
- φιλοτεχνῶ
- φιλοχρηματέω
- φιλοχωρέω
- φιλοψυχέω
- φιλῶ
- φλάω
- φλέγω
- φλέω
- φληναφάω
- φλίβω
- φλιδάω
- φλογίζω
- φλυαρέω
- φλυαρῶ
- φλυδάω
- φλύζω
- φλύω
- φοβέω
- φοβῶ
- φοινίσσω
- φοιτέω
- φονεύω
- φορέω
- φορολογέω
- φορτόω
- φράγνυμι
- φραδάζω
- φράζω
- φράσσω
- φράττω
- φρενιτιάω
- φρενιτίζω
- φρενόω
- φρενῶ
- φρέω
- φρικιάω
- φριμάσσομαι
- φριμάττομαι
- φρονέω
- φροντίζω
- φρονῶ
- φρουρέω
- φρουρῶ
- φρυάσσομαι
- φρυάττομαι
- φρυγανίζω
- φρυκτωρέω
- φρυκτωρῶ
- φυγγάνω
- φυγοδικέω
- φυζάνω
- φυίω
- φυκόω
- φυλάττω
- φυλλοβολέω
- φυλοκρινέω
- φύρω
- φυσάω
- φυσέω
- φυσιάω
- φυσιόω
- φυσῶ
- φύω
- φωγνύω
- φώγω
- φώζω
- φῴζω
- φωνέω
- φωράω
- φωρῶ
- φώσκω
- φώσσω
- φωτίζω
Χ
- χάζω
- χαίνω
- χαίρω
- χαλαζάω
- χαλαρότης
- χαλάω
- χαλεπαίνω
- χαλέπτω
- χαλεύω
- χαλιναγωγέω
- χαλιναγωγῶ
- χαλινόω
- χαλινῶ
- χαλκεύω
- χαλκόω
- χαλκῶ
- χαλῶ
- χανδάνω
- χαραδρόομαι
- χαρακόω
- χαρακῶ
- χαράσσω
- χαράττω
- χαριεντίζομαι
- χαρίζομαι
- χάσκω
- χασμάομαι
- χασμῶμαι
- χατέω
- χατίζω
- χαυνόω
- χαυνῶ
- χέζω
- χειλόω
- χειμάζω
- χειμερίζω
- χειραπτάζω
- χειραψία
- χειρίζω
- χειρονομέω
- χειρονομῶ
- χειρόομαι
- χειροποιέομαι
- χειροτεχνέω
- χειροτεχνῶ
- χειροτονέω
- χειροτονῶ
- χειροῦμαι
- χειρουργέω
- χειρουργοῦμαι
- χειρουργῶ
- χειρόω
- χειρῶ
- χείω
- χερσεύω
- χερσόομαι
- χερσοῦμαι
- χέω
- χηρεύω
- χηρόω
- χηρῶ
- χιάζω
- χιλεύω
- χιλιαρχέω
- χιλιόομαι
- χιλιόω
- χιλιῶ
- χιλόω
- χιλῶ
- χιονίζω
- χλάδω
- χλαῖνα
- χλαινόω
- χλανιδοφορέω