Κατηγορία:Ρήματα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. {{ρηματική φωνή}} στους παθητικούς τύπους (που δεν είναι αποθετικά). Είναι ρηματικοί τύποι που στο εξής θα εμφανίζονται στην Κατηγορία:Ρηματικές φωνές. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 3 υποκατηγορίες, από 19 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ε
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά) (84 Σ)
Τ
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 10.406 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Β
- βιδώνω
- βιντεοσκοπώ
- βιοδιασπώ
- βιομηχανοποιώ
- βιοπορίζομαι
- βιράρω
- βιτσίζω
- βιώνω
- βκατίζω
- βλακεύω
- βλάπτω
- βλασταίνω
- βλαστάνω
- βλαστημώ
- βλαστίζω
- βλαστολογώ
- βλασφημώ
- βλάφτω
- βλέπομαι
- βλέπω
- βλεφαρίζω
- βλογάω
- βλογώ
- βογγάω
- βογγώ
- βογκάω
- βογκίζω
- βογκώ
- βοηθάω
- βοηθιέμαι
- βοηθούμαι
- βοηθώ
- βολεί
- βολεύομαι
- βολεύω
- βολιδοσκοπώ
- βολίζω
- βολοδέρνω
- βολοκοπώ
- βολτάρω
- βομβαρδίζω
- βομβίζω
- βομβώ
- βοσκάω
- βόσκω
- βοσκώ
- βοστρυχίζω
- βοστρυχώνω
- βοτανίζω
- βοτανολογώ
- βουβαίνομαι
- βουβαίνω
- βουβιάζω
- βουίζω
- βουΐζω
- βουλεύομαι
- βουλιάζω
- βουλιέμαι
- βουλίζομαι
- βουλίζω
- βουλιμιώ
- βουλλώνω
- βούλομαι
- βουλουσέρνου
- βουλουσυρίζου
- βουλώνομαι
- βουλώνω
- βουρβουλακίζω
- βουρβουλακώ
- βουρκολακιάζω
- βουρκώνω
- βουρλίζω
- βουρτσίζω
- βουρώ
- βουτάω
- βουτυρώνω
- βουτώ
- βοώ
- βραβεύομαι
- βραβεύω
- βραδιάζει
- βραδιάζω
- βραδυγλωττώ
- βραδύνω
- βραδυπορώ
- βράζω
- βρακώνομαι
- βραχνιάζω
- βραχυκυκλώνω
- βραχυλογώ
- βραχύνω
- βρεφοκομώ
- βρέχει
- βρέχομαι
- βρέχω
- βρίζομαι
- βρίζω
- βρίθω
- βρικολακιάζω
- βρίσκομαι
- βρίσκω
- βρομάω
- βρομίζω
- βρομοκοπάω
- βρομοκοπώ
- βρομώ
- βροντάω
- βροντοκοπώ
- βροντοφωνάζω
- βροντοφωνώ
- βροντώ
- βρυκολακιάζω
- βρυχιέμαι
- βρυχώμαι
- βρωμάω
- βυζαίνω
- βυζαντινολογώ
- βυζάνω
- βυθάω
- βυθίζω
- βυθοκορώ
- βυθομετρώ
- βυθοσκοπώ
- βυθώ
- βυνοποιώ
- βυσματώνω
- βυσσοδομώ
- βωλοδέρνω
- βωμολοχώ
Γ
- γαβγίζω
- γαβλίζω
- γαγγραινιάζω
- γαγγραινούμαι
- γαζώνω
- γαϊτανώνω
- γαλακτοποιώ
- γαλακτωματοποιώ
- γαλβανίζω
- γαληνεύω
- γαληνιάζω
- γαλλίζω
- γαλουχούμαι
- γαλουχώ
- γαμάω
- γαμπρίζω
- γαμώ
- γανιάζω
- γαντζώνομαι
- γαντζώνω
- γανώνω
- γαργαλάω
- γαργαλεύω
- γαργαλιέμαι
- γαργαλίζω
- γαργαλώ
- γαργαρίζω
- γαριάζω
- γαρνίρω
- γατσιάζω
- γαυριάζω
- γαυριώ
- γγαστρώνομαι
- γγαστρώνω
- 'γγίζω
- γδέρνομαι
- γδέρνω
- γδικιέμαι
- γδύνω
- γειτνιάζω
- γειτονεύω
- γειώνω
- γελάω
- γελοιογραφώ
- γελοιοποιούμαι
- γελοιοποιώ
- γελώ
- γεμίζω
- γεμόζω
- γενικεύομαι
- γενικεύω
- γενικολογώ
- γεννάω
- γεννιέμαι
- γεννοβολώ
- γεννώ
- γένομαι
- γεράζω
- γεραίρω
- γερεύω
- γερνάω
- γέρνω
- γερνώ
- γεροκομώ
- γευματίζω
- γεύομαι
- γεφυρώνω
- γηπεδοποιώ
- γηράσκω
- γηροκομώ
- γητεύω