Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.999 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Κ
- κλαίω
- κλαστάζω
- κλαυθμυρίζω
- κλάω
- κλειδόω
- κλείω
- κλέω
- κλίννω
- κλίνω
- κλύζω
- κλύω
- κλώζω
- κλώθω
- κλώσσω
- κνάω
- κνίζω
- κοέω
- κοινολογοῦμαι
- κοινοποιέω
- κοινοποιῶ
- κοινωνῶ
- κολάπτω
- κολλάω
- κολοβῶ
- κολούω
- κολυμβάω
- κολυμβῶ
- κομάω
- κομέω
- κομίζω
- κομμόω
- κομπέω
- κοναβέω
- κοναβίζω
- κοπάζω
- κόπτω
- κορυφόω
- κορυφῶ
- κοσμέω
- κοτέω
- κραίνω
- κρατέω
- κρατύνω
- κρεμάω
- κρεμῶ
- κρεουργῶ
- κρετέω
- κρίζω
- κρίννω
- κρίνω
- *κροαίνω
- κρύπτομαι
- κρώζω
- κτάομαι
- κτείνω
- κτενίζω
- κτέννω
- κτερίζω
- κτυπέω
- κτυπῶ
- κυβερνάω
- κυβεύω
- κυδάζω
- κυδαίνω
- κυέω
- κυΐσκομαι
- κυλινδέω
- κυλινδρόω
- κυλινδρῶ
- κυνέω
- κυνηγετέω
- κυνηγῶ
- κυνῶ
- κυριολεκτέω
- κυρόω
- κύω
- κωκύω
- κωλύομαι
- κωμάζω
Λ
- λαββάνω
- λαγαίω
- λαγνεύω
- λαγχάνω
- λάγω
- λάζομαι
- λαικάζω
- λακωνίζω
- λαλέω
- λαμβάνω
- λάμπω
- λανθάνω
- λάπτω
- λατομέω
- λαχαίνω
- λεηλατέω
- λεΐζομαι
- λειόω
- λείπομαι
- λειποψυχῶ
- λείπω
- λειτουργέω
- λειφαιμέω
- λεπτουργῶ
- λέπω
- λεύσσω
- λευχειμονέω
- λήγω
- λῄζομαι
- ληΐζομαι
- ληιτουργῶ
- ληκάω
- ληκέω
- ληκῶ
- ληρέω
- λιλαίομαι
- λιμπάνω
- λιποψυχῶ
- λιτανεύω
- λίτομαι
- λιφαιμέω
- λογχεύω
- λοέω
- λούω
- λοχάω
- λόω
- λυγίζω
- λυκόω
- λυπέω
- λυπῶ
- λυσιτελέω
- λύω
- λωβάομαι
- λωβῶμαι
- λωποδυτέω
- λωφάω
Μ
- μαγγανεύω
- μαδάω
- μακροβίοτος
- μαλακιάω
- μαλάσσω
- μαλάττω
- μαλθακίζομαι
- μαλθάσσω
- μαλκιάω
- μαλκίω
- μανθάνω
- μαντευτής
- μαραίνω
- μαργάω
- μάρναμαι
- μάρπτω
- μασάομαι
- μασητήρ
- μάσσω
- μαστάζω
- μαστίζω
- μασῶμαι
- μάτημι
- μάττω
- μαυλίζω
- μαχέομαι
- μάχομαι
- μεγαρίζω
- Μεγαρίζω
- μέγεθος
- μέδω
- μεθερμηνεύω
- μεθίσταμαι
- μεθίστημι
- μείγνυμι
- μειδιῶ
- μειλίσσω
- μειονεκτῶ
- μείρομαι
- μελαγχολάω
- μελαγχολῶ
- μέλδω
- μέλει
- μελετάω
- μελιτόομαι
- μέμφομαι
- μερμερίζω
- μεσουρανῶ
- μεσῶ
- μεταγγίζω
- μεταγιγνώσκω
- μεταγραμματίζω
- μεταδίδομαι
- μεταδίδωμι
- μεταδοκέω
- μεταλλάσσω
- μεταλλάω
- μεταμφιάζω
- μεταμφιέννυμι
- μεταμφιεννύω
- μετανίστημι
- μετανοῶ
- μεταπηδῶ
- μεταπιπράσκω
- μεταπλάττω