Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.999 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Σ
- συγκινέω
- συγκολλάω
- συγκολλῶ
- συγκομίζω
- συγχέω
- συγχωρέω
- συζητέω
- συζῶ
- συκοφαντέω
- συλλαβίζω
- συλλαμβάνω
- συλῶ
- συμβαδίζω
- συμβαίνει
- συμβαίνω
- συμβιῶ
- συμμητιάομαι
- συμπαρασύρω
- συμπαρατάττομαι
- συμπάρειμι
- συμπαρίσταμαι
- συμπέμπω
- συμπήγνυμι
- συμπηγνύω
- συμπιέζω
- συμπνέω
- συμπονέω
- συμπονῶ
- συμπράττω
- συμφέρω
- συμφοιτάω
- συμφοιτέω
- συμφοιτῶ
- συναβακῶ
- συναβλαστέω
- συναβλεπτῶ
- συνάγω
- συναινέω
- συναινῶ
- συναιρέω
- συναλλάττω
- συναντάω
- συναντῶ
- συναπαντάω
- συναπαντῶ
- συναριθμῶ
- συναρμολογῶ
- συνασπίζω
- συνδειπνέω
- συνδειπνῶ
- συνδιαλάττω
- συνδιαλλάσσω
- συνδοκέω
- συνδράω
- σύνειμι
- συνενῶ
- συνεξαμαρτάνω
- συνθαυμάζω
- συνιζάνω
- συνίστημι
- σύνοιδα
- συνοικέω
- συνοικίζω
- συνοικῶ
- συνομιλῶ
- συνοψίζω
- συνταχύνω
- συντέμνω
- συντηρῶ
- συντίθημι
- συντομεύω
- συντυγχάνω
- συνυπάρχω
- συνυπουργέω
- συνωθέω
- συνωνέομαι
- συνωνοῦμαι
- συρίζω
- συρίττω
- συσπειρόω
- συσπειρῶ
- συστρατηγώ
- σφάζω
- σφαιρομαχέω
- σφυρηλατῶ
- σχετλιάζω
- σχολάζω
- σῴζω
- σωρός
Τ
- ταγεύω
- ταγέω
- ταινιόω
- τάκω
- ταλασιουργέω
- τάμνω
- τανύω
- ταξιόω
- ταπεινόω
- ταπεινῶ
- ταράττω
- ταρβέω
- τάσσω
- τάττω
- τέγγω
- τείρω
- τεκμαίρομαι
- τεκμαίρω
- τεκνοποιέω
- τελείω
- τελεσφορῶ
- τελευτῶ
- τελέω
- τέλλω
- τέμνω
- τερατολογέω
- τετραίνω
- τεύχω
- τηλεθάω
- τηρέω
- τητῶ
- τίθημι
- τίκτομαι
- τίκτω
- τιμάω
- τιμωρέω
- τίνω
- τιτρώσκω
- τλάω
- τονθορίζω
- τοξεύω
- τράγω
- τράφω
- τρέμω
- τρέπω
- τρέχω
- τρίβω
- τριηραρχέω
- τροχίζω
- τρυγῶ
- τρύζω
- τρυφάω
- τρυχόω
- τρύχω
- τρύω
- τρώγω
- τυγχάνω
- τυλόω
- τύπτω
- τυραννέω
- τυραννησείω
- τυρβάζω
- τυρεύω
- τυρέω
- τυρόω
- τυφλώττω
- τύφω
- τωθάζω
Υ
- ὑβρίζω
- ὑγραίνω
- ὑδατόω
- ὑμνῶ
- ὑοβοσκῶ
- ὑπαγκαλίζω
- ὑπαγορεύω
- ὑπάγω
- ὑπακούω
- ὑπαντάω
- ὑπαντέω
- ὑπαπαντάω
- ὑπάπτω
- ὑπαρπάζω
- ὑπάρχω
- ὑπερβάλλω
- ὑπερνικῶ
- ὑπερπηδάω
- ὑπερπηδῶ
- ὑπερρέω
- ὑπερφιλέω
- ὑπερφιλῶ
- ὑπισχνέομαι
- ὑποβάλλω
- ὑποβλέπω
- ὑπογενειάζω
- ὑποδείκνυμι
- ὑποδέω
- ὑποκινέω
- ὑπομιμνήσκω
- ὑποπίπτω
- ὑπορρέω
- ὑποσκάπτω
- ὑποσκελίζω
- ὑποστέλλω
- ὑπουργέω
- ὑποφέρω
- ὑποφώσκω
- ὑφαίνω
- ὑφαιρέω
- ὑφάπτω
- ὑφαρπάζω
- ὑφάω