Κατηγορία:Ρήματα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. {{ρηματική φωνή}} στους παθητικούς τύπους (που δεν είναι αποθετικά). Είναι ρηματικοί τύποι που στο εξής θα εμφανίζονται στην Κατηγορία:Ρηματικές φωνές. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 10.406 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Χ
- χιλιάζω
- χιμάω
- χιμίζω
- χιμώ
- χιονίζει
- χιονίζω
- χιονοβολώ
- χλαπακιάζω
- χλεμπονιάζω
- χλευάζομαι
- χλευάζω
- χλιαίνω
- χλιαραίνω
- χλίβομαι
- χλιμιντρίζω
- χλιμιντρώ
- χλοάζω
- χλοΐζω
- χλομιάζω
- χλομιαίνω
- χλωμιάζω
- χλωριώνω
- χλωροθερίζω
- χλωροφορμίζω
- χνοάζω
- χνουδιάζω
- χολεριάζω
- χολεριώ
- χολιάζω
- χολοσκάζω
- χολοσκάνω
- χολοσκάω
- χολώνω
- χοντραίνω
- χοντροδουλεύω
- χοντρύνω
- χορδίζω
- χορεύω
- χορηγώ
- χορογραφώ
- χοροπηδάω
- χοροπηδώ
- χοροστατώ
- χορταίνω
- χορταριάζω
- χουγιάζω
- χουζουρεύω
- χουφτιάζω
- χουφτώνω
- χουχουλιάζω
- χουχουλίζω
- χοχλάζω
- χοχλακιάζω
- χοχλακίζω
- χοχλακώ
- χραίνω
- χρειάζομαι
- χρεμετίζω
- χρεοκοπώ
- χρεοπιστώνω
- χρεωκοπώ
- χρεώνομαι
- χρεώνω
- χρεωστώ
- χρήζω
- χρηματίζομαι
- χρηματίζω
- χρηματοδοτώ
- χρηματολογώ
- χρησιμεύω
- χρησιμοποιούμαι
- χρησιμοποιώ
- χρησμοδοτώ
- χρησμολογώ
- χρίζω
- χρίω
- χρονιάζω
- χρονίζω
- χρονογραφώ
- χρονολογώ
- χρονομετράω
- χρονομετρώ
- χρονοτριβώ
- χρυσίζω
- χρυσοβάφω
- χρυσοδένω
- χρυσοκεντώ
- χρυσοπλέκω
- χρυσοπληρώνω
- χρυσοπλουμίζομαι
- χρυσοπλουμίζω
- χρυσοστολίζω
- χρυσώνω
- χρωματίζομαι
- χρωματίζω
- χρωματογραφώ
- χρωστάω
- χρωστώ
- χτενίζω
- χτίζω
- χτικιάζω
- χτυπάω
- χτυπιέμαι
- χτυποκαρδίζω
- χτυπώ
- χυδαΐζω
- χυδαιολογώ
- χυλοποιώ
- χυλώνω
- χυμάω
- χυμοποιώ
- χυμώ
- χύνομαι
- χύνω
- χωλαίνω
- χωματίζω
- χωνεύω
- χώνω
- χωρατεύω
- χωράω
- χωριατεύω
- χωριατοφέρνω
- χωρίζομαι
- χωρίζω
- χωροθετώ
- χωρομετρώ
- χωροσταθμώ
- χωρώ
Ψ
- ψαθώνω
- ψακώνω
- ψαλιδίζω
- ψαλιδώνω
- ψάλλω
- ψαλμωδώ
- ψαρεύομαι
- ψαρεύω
- ψαρώνω
- ψαύω
- ψάχνω
- ψαχουλεύω
- ψεγαδιάζω
- ψέγω
- ψειριάζω
- ψειρίζω
- ψεκάζω
- ψελλίζω
- ψέλνω
- ψεματίζω
- ψένω
- ψευδαργυρώνω
- ψευδίζω
- ψευδολογώ
- ψεύδομαι
- ψευδομαρτυρώ
- ψευδορκώ
- ψευτίζω
- ψευτοαπασχολούμαι
- ψευτοζώ
- ψευτοπερνάω
- ψευτοπερνώ
- ψηλαρμενίζω
- ψηλαφίζω
- ψηλαφώ
- ψηλώνω
- ψήνω
- ψηφάω
- ψηφίζομαι
- ψηφίζω
- ψηφιοποιώ
- ψηφοθετώ
- ψηφοθηρώ
- ψηφοφορώ
- ψηφώ
- ψήχω
- ψιδιάζω
- ψιθυρίζεται
- ψιθυρίζω
- ψιλαλέθω
- ψιλοαλέθω
- ψιλοβρέχει
- ψιλογαμιέμαι
- ψιλογνέθω
- ψιλοδουλεύω
- ψιλοκόβομαι
- ψιλοκόβω
- ψιλοκοσκινίζω
- ψιλοκουβεντιάζω
- ψιλολογώ
- ψιλορωτώ
- ψιλοσυμπαθώ
- ψιλοτρώω
- ψιλοτσιμπώ
- ψιλούμαι
- ψιλοφαδιάζω
- ψιλώνω
- ψιμυθιώνομαι
- ψιττακίζω
- ψιχαλίζει
- ψιχαλίζω
- ψιψιρίζω