Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 12 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ε
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.998 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Β
- βδάλλω
- βδελυρεύομαι
- βδελύσσω
- βδέω
- βεβαιόω
- βεβαιῶ
- βεβηλόω
- βήσσω
- βιβάζω
- βιβρώσκω
- βινέω
- βινῶ
- βιοτεύω
- βιόω
- βιώσκομαι
- βλάπτω
- βλαστάνω
- βλασφημέω
- βλασφημῶ
- βλεπάω
- βληχάομαι
- βλίττω
- βλύζω
- βλώσκω
- βοάω
- βοηδρομέω
- βοηθέω
- βοηθῶ
- Βοιωταρχέω
- βομβέω
- βομβῶ
- βόσκω
- βουθυτέω
- βουκολέω
- βουκολιάζομαι
- βουλεύομαι
- βουλεύω
- βουλιμιάω
- βούλομαι
- βουσφαγέω
- βουφονέω
- βουφορβέω
- βράσσω
- βράττω
- βραχύνω
- βρέμω
- βρενθύομαι
- βρέχω
- βριάω
- βρίθω
- βρομέω
- βροντάω
- βροτοκτονέω
- βρυχάομαι
- βρύχω
- βρύω
- βρωμάομαι
- βρώσκω
- βυκανάω
- βυνέω
- βυρσεύω
- βυρσοδεψέω
- βυσσοδομεύω
- βύω
- βωμολοχεύομαι
- βωστρέω
Γ
- γαζοφυλακέω
- γαίω
- γαληνιάω
- γαμέω
- γαμψόω
- γαμψῶ
- γανάω
- γανόω
- γάνυμαι
- γαργαίρω
- γαργαλίζω
- γαργαρίζω
- γαρύω
- γαστρίζω
- γαυριάω
- γαυρόομαι
- γαυροῦμαι
- γεγωνίσκω
- γείνομαι
- γεισιποδίζω
- γεισόω
- γεισῶ
- γειτνιάω
- γειτονεύω
- γειτονέω
- γέλαιμι
- γελανόω
- γελασείω
- γελάω
- γελόω
- γελῶ
- γελωτοποιέω
- γεμίζω
- γέμω
- γενεαλογέω
- γενεαλογῶ
- γενειάζω
- γενειάσδω
- γενειάσκω
- γενειάω
- γεννάω
- γεννῶ
- γερονταγωγέω
- γεροντεύω
- γεύω
- γεφυρίζω
- γεφυρόω
- γεφυρῶ
- γεωγραφέω
- γεωγραφῶ
- γεωμετρέω
- γεωμετρῶ
- γεωπονέω
- γεωπονῶ
- γεωργέω
- γεωρυχέω
- γεωρυχῶ
- γηθέω
- γηράσκω
- γηράω
- γηροβοσκέω
- γηροβοσκῶ
- γηροκομέω
- γηροκομῶ
- γηροτροφέω
- γηροτροφῶ
- γηρύω
- γηρῶ
- γιγγλυμόομαι
- γίγνομαι
- γιγνώσκω
- γίνιουμαι
- γίνυμαι
- γινώσκω
- γλαγάω
- γλαγῶ
- γλάζω
- γλαμάω
- γλαυκιάω
- γλάφω
- γλίχομαι
- γλυκάζω
- γλυκαίνω
- γλύφω
- γλωσσαλγέω
- γλωσσαλγῶ
- γλωττοστροφέω
- γλωττοστροφῶ
- γνάμπτω
- γνωρίζω
- γνωσιμαχέω
- γοάω
- γοητεύω
- γοργόομαι
- γοργοῦμαι
- γουνάζομαι
- γουνόομαι
- γουνοῦμαι
- γοῶ
- γραμματεύω
- γραμματίζω
- γράφω
- γράω
- γρηγορέω
- γρυλίζω
- γρυπόομαι
- γρυποῦμαι
- γυιόω
- γυιῶ
- γυμνάδδομαι
- γυμνάζω
- γυμνασιαρχέω
- γυμνόω
- γυμνῶ
- γυναικίζω
- γυρόω
- γυρῶ
- γυψόω
- γυψῶ