Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.998 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ι
- ἵεμαι
- ἱεραγέω
- ἱεράζω
- ἱερακίζω
- ἱερανομέω
- ἱεράομαι
- ἱεραρχῶ
- ἱερατεύω
- ἱερεύω
- ἱερολογέω
- ἱερομνημονέω
- ἱεροσυλέω
- ἱεροσυλῶ
- ἱερουργέω
- ἱερουργῶ
- ἱεροφαντέω
- ἱερόω
- ἱερῶ
- ἱζάνω
- ἵζομαι
- ἵζω
- ἵημι
- ἱλάσκομαι
- ἱλήκω
- ἴλλω
- ἰλυσπάομαι
- ἱμάσσω
- ἱμείρω
- ἰμέρρω
- ἰσάζω
- ἵσδω
- ἰσορροπέω
- ἰσορροπῶ
- ἰσοσταθμῶ
- ἵσταμαι
- ἵστημι
- ἰσχυρίζομαι
- ἴσχω
- ἰύζω
- ἰχνηλατέω
Κ
- καγχάζω
- καγχαλάω
- καγχαλόω
- καθαγνίζω
- καθαίρω
- καθέλκω
- καθηγέομαι
- κάθημαι
- καθιζάνω
- καθίημι
- καθικετεύω
- καθοράω
- καθορῶ
- καθυγραίνω
- καινοποιέω
- καινοτομέω
- καινουργέω
- καίνυμαι
- καίνυμι
- καίω
- κακκάζω
- κακκάω
- κακολογέω
- κακοπαθέω
- κακοποιέω
- κακουργῶ
- καλέω
- κάλημι
- καλλιεργῶ
- καλύπτομαι
- καλῶ
- καμινεύω
- καμμύω
- κάμνω
- κάμπτομαι
- κάμπτω
- κανάττω
- καναχέω
- καναχίζω
- κάπτω
- καρατομέω
- καρατομῶ
- καρδιώσσω
- καρκαίρω
- καρπολογέω
- καρπολογῶ
- καρποφορέω
- καρύσσω
- Καρχηδονίζω
- καταβαίνω
- καταγελῶ
- κατάγνυμι
- καταγράφω
- καταδικάζω
- καταδοκέω
- καταζητῶ
- καταθορυβῶ
- κατάκειμαι
- κατακλίνομαι
- κατακλίνω
- κατακόπτω
- κατακρατῶ
- κατακτάομαι
- κατακτείνω
- κατακυλίω
- καταλείπω
- καταλιμπάνω
- καταλλάσσω
- καταλύω
- καταμετρῶ
- καταναγκάζω
- κατανοῶ
- καταντάω
- καταντῶ
- καταξιῶ
- καταπαύω
- καταπέρδω
- καταπηδάω
- καταπίνω
- καταπλέω
- καταπτοῶ
- καταπτύω
- καταρρήγνυμι
- καταρῶμαι
- κατασβέννυμι
- κατασκήπτω
- κατασπαράσσω
- κατάστημα
- καταταράσσω
- κατατήκω
- κατατοκίζω
- κατατρύχομαι
- καταφιλέω
- καταφιλῶ
- καταφοβέω
- καταχώννυμι
- καταχωννύω
- καταχωρίζω
- καταψάω
- κατευοδόω
- κατέχω
- κατηγέομαι
- κατηγορῶ
- κατηφιῶ
- κατηχέω
- κατηχῶ
- κατιόομαι
- κατοικέω
- κατοικίζω
- κατολισθάνω
- κατονομάζομαι
- κατονομάζω
- κατορθόω
- κατορθῶ
- κατουρίζω
- κατουρῶ
- κατοχυρῶ
- καυχῶμαι
- καχάζω
- καχλάζω
- κάω
- κεῖμαι
- κείρω
- κελαδέω
- κελεύω
- κέλομαι
- κενόω
- κεντέω
- κεντρίζω
- κεντρόω
- κεράννυμι
- κεραννύω
- κερδαίνω
- κεύθω
- κήδομαι
- κηκίω
- κηραίνω
- κηρύσσω
- κηρύττομαι
- κηρύττω
- κιθαρίζω
- κινδυνεύω
- κινέω
- κιρνάω
- κίρνημι
- κιχλίζω
- κιχλιῶ
- κίχρημι
- κίω
- κλαγγάνω
- κλάζω
- κλαίω
- κλαστάζω
- κλαυθμυρίζω
- κλάω
- κλειδόω
- κλείω
- κλέω
- κλίννω
- κλίνω