Κατηγορία:Ρήματα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. {{ρηματική φωνή}} στους παθητικούς τύπους (που δεν είναι αποθετικά). Είναι ρηματικοί τύποι που στο εξής θα εμφανίζονται στην Κατηγορία:Ρηματικές φωνές. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει την ακόλουθη υποκατηγορία, από 19 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Τ
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 10.404 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ι
- ιθύνω
- ικανοποιούμαι
- ικανοποιώ
- ικετεύω
- ἱκνέομαι
- ιλαρύνω
- ιμβερτοποιώ
- ινατίζω
- ιντριγκάρω
- ιονίζω
- ιππεύω
- ίπταμαι
- ιριδίζω
- ισάζομαι
- ισάζω
- ισαπέχω
- ισιάζω
- ισιώνω
- ισκιώνω
- ισοβαθμώ
- ισοδυναμώ
- ισοζυγιάζομαι
- ισοζυγιάζω
- ισοζυγίζω
- ισοζυγώ
- ισομοιράζομαι
- ισομοιράζω
- ισοπεδώνομαι
- ισοπεδώνω
- ισορροπώ
- ισοσθενώ
- ισοσκελίζω
- ισοσταθμίζομαι
- ισοσταθμίζω
- ισοσταθμώ
- ισούμαι
- ισοφαρίζω
- ισοχρονώ
- ισοψηφώ
- ίσταμαι
- ιστιοδρομώ
- ιστολογώ
- ιστορίζω
- ιστορώ
- ισχάζω
- ισχναίνω
- ισχνεύω
- ισχυρίζομαι
- ἰσχυρίζομαι
- ισχυροποιούμαι
- ισχυροποιώ
- ισχύω
- ισώνω
- ιχνεύω
- ιχνηλατούμαι
- ιχνηλατώ
- ιχνογραφώ
Κ
- καβαλικεύω
- καβαλώ
- καβαντζάρω
- καβαντζώνω
- καβατζάρω
- καβατζώνω
- καβγαδίζω
- καβουρδίζω
- καβουρντίζω
- κάβω
- καγχάζω
- καδράρω
- καδρονιάζω
- καζανιάζω
- καζαντίζω
- καθαγιάζομαι
- καθαγιάζω
- καθαγνίζω
- καθαιμάσσω
- καθαίρω
- καθαιρώ
- καθάπτομαι
- καθάπτω
- καθαρεύω
- καθαρίζομαι
- καθαρίζω
- καθαρογράφω
- καθαρογραφώ
- καθαρολογώ
- καθελκύω
- καθέλκω
- καθετηριάζω
- καθετοποιώ
- καθεύδω
- καθηγούμαι
- καθηλώνω
- καθησυχάζω
- καθιδρύω
- καθιερώνομαι
- καθιερώνω
- καθιζάνω
- καθίζω
- καθικετεύω
- καθιστώ
- καθοδηγώ
- καθολικεύω
- κάθομαι
- καθομολογώ
- καθορίζω
- καθορώ
- καθοσιώνω
- καθρεπτίζω
- καθρεφτίζομαι
- καθρεφτίζω
- καθυβρίζω
- καθυγραίνω
- καθυποδουλώνω
- καθυποτάζω
- καθυποτάσσω
- καθυποχρεώ
- καθυποχρεώνω
- καθυστερώ
- καίγομαι
- καίγω
- καινοτομώ
- καϊπώνω
- καιροσκοπώ
- καιροφυλακτώ
- καιροφυλαχτώ
- καίω
- κακαδιάζω
- κακανθρωπίζω
- κακαρίζω
- κακαρώνω
- κακαφορούμαι
- κακίζω
- κακιώνω
- κακοβάζω
- κακοβάνω
- κακογεννώ
- κακογερνώ
- κακογλωσσεύω
- κακογράφω
- κακογραφώ
- κακοδαιμονώ
- κακοδιοικούμαι
- κακοδιοικώ
- κακοδοξώ
- κακοζώ
- κακοζωίζω
- κακοθανατίζω
- κακοκαρδίζω
- κακοκοιμάμαι
- κακολογιάζω
- κακολογώ
- κακομαθαίνω
- κακομελετώ
- κακομεταχειρίζομαι
- κακομιλώ
- κακομοιριάζω
- κακοπαθαίνω
- κακοπαθώ
- κακοπαίρνω
- κακοπαντρεύομαι
- κακοπαντρεύω
- κακοπερνάω
- κακοπερνώ
- κακοπέφτω
- κακοπληρώνω
- κακοποιούμαι
- κακοποιώ
- κακοραπάρω
- κακοσαρκώνω
- κακοστομαχιάζω
- κακοσυνεύω
- κακοσυνηθίζω
- κακοσυσταίνω
- κακοτυχίζω
- κακοτυχώ
- κακουργεύω
- κακουργώ
- κακοφαίνεται
- κακοφανίζομαι
- κακοφέρνομαι
- κακοφορμίζω
- κακοχρονίζω
- κακοχωνεύω
- κακοψήνομαι
- κακοψήνω
- κακοψυχάω
- κακοψυχώ
- καλαθιάζω
- καλαΐζω
- καλακούω
- καλαμίζω
- καλαμπουρίζω
- καλαρέσω
- καλάρω
- καλαφατίζω
- καλένω
- καλημερίζομαι
- καλημερίζω
- καληνυχτίζω