Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.998 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Μ
- μαγγανεύω
- μαδάω
- μακροβίοτος
- μαλακιάω
- μαλάσσω
- μαλάττω
- μαλθακίζομαι
- μαλθάσσω
- μαλκιάω
- μαλκίω
- μανθάνω
- μαντευτής
- μαραίνω
- μαργάω
- μάρναμαι
- μάρπτω
- μασάομαι
- μασητήρ
- μάσσω
- μαστάζω
- μαστίζω
- μασῶμαι
- μάτημι
- μάττω
- μαυλίζω
- μαχέομαι
- μάχομαι
- μεγαρίζω
- Μεγαρίζω
- μέγεθος
- μέδω
- μεθερμηνεύω
- μεθίσταμαι
- μεθίστημι
- μείγνυμι
- μειδιῶ
- μειλίσσω
- μειονεκτῶ
- μείρομαι
- μελαγχολάω
- μελαγχολῶ
- μέλδω
- μέλει
- μελετάω
- μελιτόομαι
- μέμφομαι
- μερμερίζω
- μεσουρανῶ
- μεσῶ
- μεταγγίζω
- μεταγιγνώσκω
- μεταγραμματίζω
- μεταδίδομαι
- μεταδίδωμι
- μεταδοκέω
- μεταλλάσσω
- μεταλλάω
- μεταμφιάζω
- μεταμφιέννυμι
- μεταμφιεννύω
- μετανίστημι
- μετανοῶ
- μεταπηδῶ
- μεταπιπράσκω
- μεταπλάττω
- μεταρρυθμίζω
- μετατρέπω
- μεταχειρίζω
- μέτειμι
- μετεωρίζω
- μετονομάζω
- μετρῶ
- μηνίω
- μηνύω
- μηχανῶ
- μηχανῶμαι
- μίγνυμι
- μιμέομαι
- μιμνήσκω
- μινύθω
- μίσγω
- μισέω
- μισθοδοτέω
- μνησικακῶ
- μνῶμαι
- μονθυλεύω
- μονομαχῶ
- μονῶ
- μορμολύττω
- μορμύρω
- μορφόω
- μορφῶ
- μοχθῶ
- μοχλεύω
- μυθολογῶ
- μύττομαι
- μυχθίζω
- μύω