Κατηγορία:Ρήματα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. {{ρηματική φωνή}} στους παθητικούς τύπους (που δεν είναι αποθετικά). Είναι ρηματικοί τύποι που στο εξής θα εμφανίζονται στην Κατηγορία:Ρηματικές φωνές. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 10.404 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Τ
- τσαγκρουνίζω
- τσακίζομαι
- τσακίζω
- τσακώνομαι
- τσακώνω
- τσαλαβουτάω
- τσαλαβουτώ
- τσαλακώνομαι
- τσαλακώνω
- τσαλαπατώ
- τσαμπουκαλεύομαι
- τσαμπουνάω
- τσαμπουνίζω
- τσαμπουνώ
- τσαντίζομαι
- τσαντίζω
- τσαπίζω
- τσατάρω
- τσατίζομαι
- τσατίζω
- τσεκάρω
- τσεκουρώνω
- τσεπώνω
- τσευδίζω
- τσιγαρίζω
- τσιγκλάω
- τσιγκλίζω
- τσιγκλώ
- τσιγκουνεύομαι
- τσικνίζω
- τσιλημπουρδάω
- τσιλημπουρδίζω
- τσιλημπουρδώ
- τσιληπουρδάω
- τσιληπουρδίζω
- τσιληπουρδώ
- τσιλιμπουρδίζω
- τσιλλώ
- τσιμεντάρω
- τσιμπάω
- τσιμπλιάζω
- τσιμπολογάω
- τσιμπολογώ
- τσιμπουκώνω
- τσιμπώ
- τσινάω
- τσινώ
- τσιρίζω
- τσιρλίζω
- τσιρλώ
- τσιτάρω
- τσιτσιρίζω
- τσιτώνομαι
- τσιτώνω
- τσοντάρω
- τσουβαλιάζω
- τσουγκρανίζω
- τσουγκρίζω
- τσούζω
- τσουλάω
- τσουλώ
- τσουρλώ
- τσουρμάρω
- τσουρουφλίζω
- τσουτσουρώνω
- τυγχάνω
- τυλιγαδιάζω
- τυλίγομαι
- τυλίγω
- τυλώνω
- τυμπανίζω
- τυπάζω
- τυποκλοπώ
- τυποποιούμαι
- τυποποιώ
- τύπτω
- τυπώνομαι
- τυπώνω
- τυραγνώ
- τυραννεύω
- τυραννίζω
- τυραννώ
- τυρβάζω
- τυροκομώ
- τυρώνω
- τυφλώνομαι
- τυφλώνω
- τυχαίνω
Υ
- υαλογραφώ
- υαλοποιώ
- υβριδίζω
- υβρίζω
- υγιαίνω
- υγραίνομαι
- υγραίνω
- υγροποιώ
- υδατογραφώ
- υδατώνω
- υδρεύομαι
- υδρεύω
- υδρογονώνω
- υδροδοτώ
- υδρολύω
- υδροχρωματίζω
- υιοθετώ
- υλακτώ
- υλικοποιώ
- υλοποιούμαι
- υλοποιώ
- υλοτομώ
- υμνογραφώ
- υμνολογώ
- υμνούμαι
- υμνώ
- υμνωδώ
- υπαγορεύω
- υπάγω
- υπαινίσσομαι
- υπακούω
- υπαμείβω
- υπαναχωρώ
- υπανδρεύω
- υπαντώ
- υπάρχω
- υπατεύω
- υπείκω
- υπεισέρχομαι
- υπεκκαίω
- υπεκμισθώνομαι
- υπεκμισθώνω
- υπεκφεύγω
- υπενδύω
- υπενθυμίζω
- υπενοικιάζω
- υπεξάγω
- υπεξαιρώ
- υπεραγαπώ
- υπεραίρομαι
- υπεραίρω
- υπερακοντίζω
- υπεραμύνομαι
- υπερανακτώ
- υπεραντισταθμίζω
- υπεραπλουστεύω
- υπερασπίζομαι
- υπερασπίζω
- υπεραυξάνω
- υπερβαίνω
- υπερβάλλω
- υπεργράφω
- υπερδιπλασιάζω
- υπερεκκρίνω
- υπερεκπληρώνω
- υπερεκτείνω
- υπερεκτιμώ
- υπερεκχειλίζω
- υπερεντείνω
- υπερεπαρκώ
- υπερεπείγει
- υπερευχαριστώ
- υπερέχω
- υπερηφανεύομαι
- υπερθεματίζω
- υπερθερμαίνομαι
- υπερθερμαίνω
- υπερίπταμαι
- υπερισχύω
- υπερκαλύπτω
- υπερκαταγράφω
- υπέρκειμαι
- υπερκεράζω
- υπερκερώ
- υπερκοπιάζω
- υπερμαχώ
- υπερνικώ
- υπερπηδάω
- υπερπηδώ
- υπερπληρώ
- υπερπληρώνω
- υπερπροστατεύω
- υπερσιτίζω
- υπερσκελίζω
- υπερτερώ
- υπερτιμολογώ
- υπερτιμώ
- υπερτονίζω
- υπερυποχρεώνω
- υπερυψώνω
- υπερφαλαγγίζω
- υπερφορτίζω
- υπερφορτώνομαι
- υπερφορτώνω
- υπερφουσκώνομαι
- υπερφουσκώνω
- υπερχειλίζω
- υπερχρεώνομαι
- υπερχρεώνω
- υπερχρονίζω
- υπερψηφίζω
- υπερωριμάζω