Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 162 σελίδες, από 2.998 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Χ
- χιάζω
- χιλεύω
- χιλιαρχέω
- χιλιόομαι
- χιλιόω
- χιλιῶ
- χιλόω
- χιλῶ
- χιονίζω
- χλάδω
- χλαῖνα
- χλαινόω
- χλανιδοφορέω
- χλανιδοφορῶ
- χλευάζω
- χλιδαίνομαι
- χλιδάω
- χλίω
- χλοάζω
- χλοάω
- χλοῶ
- χναύω
- χολάω
- χολόομαι
- χολοῦμαι
- χολόω
- χορεύω
- χορηγέω
- χορηγῶ
- χορτάζω
- χόω
- χραίνω
- χραισμέω
- χράομαι
- χραύω
- χράω
- χρεΐζω
- χρεμετίζω
- χρέμπτομαι
- χρέω
- χρή
- χρῄδδω
- χρῄζω
- χρηίζω
- χρηΐζω
- χρηματίζομαι
- χρηματίζω
- χρῄσδω
- χρησμολογέω
- χρησμολογῶ
- χρηστηριάζομαι
- χρηστηριάζω
- χρίμπτω
- χρίω
- χρονίζω
- χρονοτριβέω
- χρυσοβαφής
- χρυσοφορέω
- χρυσοχοέω
- χρυσόω
- χρυσῶ
- χρυσωνέω
- χρῶ
- χρώζω
- χρῴζω
- χρῶμαι
- χρώννυμι
- χρωννύω
- χρωτίζω
- χυλόω
- χυλῶ
- χυμίζω
- χυτλάζω
- χυτλόω
- χυτρίζω
- χῶ
- χωλαίνω
- χωλεύω
- χωλόομαι
- χωλοῦμαι
- χώννυμι
- χωννύω
- χώομαι
- χωρέω
- χωρίζω
- χωροφιλέω
- χωροφιλῶ
- χωρῶ
Ψ
- ψαθάλλω
- ψαίρω
- ψαίω
- ψακάζω
- ψαλάσσω
- ψαλάττω
- ψάλλω
- ψαύω
- ψάω
- ψέγω
- ψελλίζομαι
- ψελλίζω
- ψευδαγγελέω
- ψευδηγορέω
- ψευδολογέω
- ψευδολογῶ
- ψευδομαρτυρέω
- ψευδομαρτυρῶ
- ψευδορκέω
- ψευδορκῶ
- ψευδοστομέω
- ψεύδω
- ψευστέω
- ψηλαφάω
- ψηλαφῶ
- ψηφίζομαι
- ψηφίζω
- ψηφοπαιστέω
- ψήχω
- ψήω
- ψιθυρίζω
- ψιλοῦμαι
- ψιλόω
- ψιλῶ
- ψιμυθιόω
- ψιμυθιῶ
- ψίνδεσθαι
- ψοφέω
- ψυχαγωγέω
- ψυχαγωγῶ
- ψυχάζω
- ψύχομαι
- ψυχόω
- ψύχω
- ψῶ
- ψωμιῶ
- ψωράω
- ψωριάω
- ψώχω
- ψώω