μονήρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|solitaire}}, {{τ|fr|isolé}}
* {{fr}} : {{τ|fr|solitaire}}, {{τ|fr|isolé}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
* {{de}} : {{τ|de|}}
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 11:49, 3 Δεκεμβρίου 2019

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονήρης η μονήρης το μονήρες
      γενική του μονήρους* της μονήρους του μονήρους
    αιτιατική τον μονήρη τη μονήρη το μονήρες
     κλητική μονήρη(ς) μονήρης μονήρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονήρεις οι μονήρεις τα μονήρη
      γενική των μονήρων των μονήρων των μονήρων
    αιτιατική τους μονήρεις τις μονήρεις τα μονήρη
     κλητική μονήρεις μονήρεις μονήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονήρης < αρχαία ελληνική μονήρης < μόνος

Επίθετο

μονήρης -ης -ες

  1. που είναι μοναδικός, μοναχικός ή απομονωμένος
    μονήρης οίκος (απομονωμένο σπίτι)
    μονήρης όρχις (πάθηση)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) Πρότυπο:βιολ μονήρη

Συγγενικά

Μεταφράσεις