μονήρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 84: | Γραμμή 84: | ||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# [[μόνος]], [[μοναχικός]] |
# [[μόνος]], [[μοναχικός]] |
||
# {{ελνστκ}} {{γλωσσολ|grc}} [[λέξη]] που απαντάται [[άπαξ]] |
# {{ελνστκ}} {{γλωσσολ|grc}} [[λέξη]] που απαντάται [[άπαξ]] |
||
# {{ελνστκ}} {{ναυτ|grc}} για [[πλοίο]] με [[μία]] [[σειρά]] [[κουπί|κουπιών]] ή με έναν [[κωπηλάτης|κωπηλάτη]] σε κάθε [[κουπί]] |
# {{ελνστκ}} {{ναυτ|grc}} για [[πλοίο]] με [[μία]] [[σειρά]] [[κουπί|κουπιών]] ή με έναν [[κωπηλάτης|κωπηλάτη]] σε κάθε [[κουπί]] |
||
==={{πηγές}}=== |
==={{πηγές}}=== |
Αναθεώρηση της 07:58, 16 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονήρης | η | μονήρης | το | μονήρες |
γενική | του | μονήρους* | της | μονήρους | του | μονήρους |
αιτιατική | τον | μονήρη | τη | μονήρη | το | μονήρες |
κλητική | μονήρη(ς) | μονήρης | μονήρες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονήρεις | οι | μονήρεις | τα | μονήρη |
γενική | των | μονήρων | των | μονήρων | των | μονήρων |
αιτιατική | τους | μονήρεις | τις | μονήρεις | τα | μονήρη |
κλητική | μονήρεις | μονήρεις | μονήρη | |||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- μονήρης < αρχαία ελληνική μονήρης < μόνος
Επίθετο
μονήρης -ης -ες
- που είναι μοναδικός, μοναχικός ή απομονωμένος
- ↪ μονήρης οίκος (απομονωμένο σπίτι)
- ↪ μονήρης όρχις (πάθηση)
- ※ H μπεκάτσα είναι ένα εξαιρετικά γοητευτικό μονήρες νυχτόβιο πουλί. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
- ※ Στον τομέα της Ιατρικής, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στη λύση σπουδαίων προβλημάτων, «στην απεικόνιση του εγκεφάλου», τα οποία χαρακτηρίζουν τη «μαγνητοεγκεφαλογραφία», καθώς και την τεχνική που φέρει την ονομασία «Υπολογιστική Τομογραφία εκπομπής μονήρων φωτονίων». (εφ. Καθημερινή, 11/12/2004)
- ※ Ταύτα έχουν την περιβάλλουσαν το χείλος ζώνην κοσμουμένην διά καστανοβαφών μονήρων σπειρών , η ουρά εκάστης των οποίων αποτελεί και την μεταξύ των σύνδεσιν. (Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας, τόμος 32, τεύχος Β, 1977)
- (ουσιαστικοποιημένο) (βιολογία) Μονήρη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μόνος
Μεταφράσεις
μονήρης
Πηγές
- μονήρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρότυπο:grc-γ-κλισ-δικ-συνήθης
Ετυμολογία
Επίθετο
μονήρης
- μόνος, μοναχικός
- (ελληνιστική κοινή) Πρότυπο:γλωσσολ λέξη που απαντάται άπαξ
- (ελληνιστική κοινή) Πρότυπο:ναυτ για πλοίο με μία σειρά κουπιών ή με έναν κωπηλάτη σε κάθε κουπί
Πηγές
- μονήρης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μονήρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλήρης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήρης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)