Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τόσκα (όπερα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τόσκα
Το εξώφυλλο της παρτιτούρας για πιάνο των μουσικών εκδόσεων Ρικόρντι
Πρωτότυπος τίτλος Tosca
Γλώσσα πρωτοτύπου Ιταλικά
Μουσική Τζάκομο Πουτσίνι
Λιμπρέτο Λουίτζι Ίλικα, Τζουζέπε Τζακόζα
Πράξεις 3
Πρεμιέρα 14 Ιανουαρίου 1900
Θέατρο Θέατρο Κοστάντσι, Ρώμη

Η Τόσκα (Ιταλικά: Tosca) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Τζάκομο Πουτσίνι σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα, που βασίστηκε στο θεατρικό έργο Λα Τόσκα του Βικτοριέν Σαρντού. Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου του 1900.

Ιστορικό σύνθεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θεατρικό δράμα La Tosca του Σαρντού παίχτηκε στο Μιλάνο στις αρχές του 1889, ο Πουτσίνι εντυπωσιάστηκε πολύ και άρχισε να σκέφτεται να δημιουργήσει μια όπερα από αυτό. Μίλησε σχετικά με τον εκδότη των έργων του, τον Τζούλιο Ρικόρντι, ζητώντάς του να ενδιαφερθεί για τα δικαιώματα μελοποίησής του. Ο Σαρντού δεν έδωσε ξεκάθαρη άρνηση, αλλά έδειξε ψυχρότητα. Πάντως στα τέλη του 1893 ο Ρικόρντι έλαβε την άδεια, αν και υπέρ ενός άλλου συνθέτη, του Αλμπέρτο Φρανκέτι, ο οποίος είχε κάνει το προηγούμενο έτος μεγάλη επιτυχία με την όπερα Χριστόφορος Κολόμβος.

Ο Λουίτζι Ίλικα ετοίμασε το προσχέδιο του λιμπρέτου, το οποίο ενέκρινε ο Σαρντού. Μετά από λίγους μήνες ο Φρανκέτι εγκατέλειψε το εγχείρημα, έτσι ο Ρικόρντι το 1895 ανέθεσε το έργο στον Πουτσίνι, ο οποίος ξεκίνησε το έργο λίγους μήνες μετά την επιτυχία της Λα Μποέμ, στα τέλη της άνοιξης του 1896. Στη σύνταξη του λιμπρέτου συμμετείχε και ο Τζουζέπε Τζιακόζα, παρόλο που δεν θεωρούσε το θέμα πολύ ποιητικό και υποστήριζε ότι η επιτυχία του θεατρικού έργου οφειλόταν στη δεξιοτεχνία της πρωταγωνίστριας Σάρα Μπερνάρ και όχι στο κείμενο. Μετά από κάποιες αντιθέσεις και δεύτερες σκέψεις, τον Οκτώβριο του 1899 το έργο ολοκληρώθηκε και στις 14 Ιανουαρίου 1900 παρουσιάστηκε στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης.[1]

Στην πρεμιέρα παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας και η βασίλισσα Μαργαρίτα της Σαβοΐας. Το έργο αρχικά επικρίθηκε από ένα μέρος του Τύπου, το οποίο περίμενε ένα έργο παρόμοιο με τα δύο προηγούμενα του Πουτσίνι[σημ. 1], όμως η Τόσκα σύντομα καθιερώθηκε στο κλασικό ρεπερτόριο, μέσα σε τρία χρόνια ανέβηκε στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου και έγινε μια από τις πιο διάσημες όπερες όλων των εποχών.

Γενικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λιμπρέτο, που βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Σαρντού, μειώθηκε από πέντε σε τρεις πράξεις, αφαιρέθηκαν δε πολλές λεπτομέρειες του ιστορικού πλαισίου και πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Η δράση επικεντρώθηκε στους τρεις βασικούς χαρακτήρες δηλαδή την Τόσκα, τον εραστή της Μάριο Καβαραντόσσι και τον διώκτη τους, τον βαρώνο Σκάρπια. Τρία εμβληματικά κτίρια της Ρώμης, ένας ναός, ένα μέγαρο και ένα κάστρο, αντιστοιχούν στις τρεις πράξης της όπερας: η Βασιλική του Σαντ’ Αντρέα ντέλα Βάλε για την Α' Πράξη, το Παλάτσο Φαρνέζε για την Β' Πράξη και το Καστέλ Σαντ'Άντζελο για το αποκορύφωμα της Γ' Πράξης.

Ο Πουτσίνι, με την γκαβότα στο Παλάτσο Φαρνέζε της Β' πράξης ή το τραγούδι του βοσκού και τις καμπάνες του όρθρου της Γ' πράξης, μας προσφέρει μια μοναδική ρεαλιστική εικόνα του δραματικού αγώνα που δίνουν οι τρεις πρωταγωνιστές, η Τόσκα, ο Καβαραντόσσι και ο Σκάρπια, δημιουργώντας εντέλει ένα εξαιρετικό δείγμα βερισμού. Τα ρετσιτατιβα, που συνηθίζονταν σε παλαιότερες όπερες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο ενώ πολύ χαρακτηριστική του έργου είναι η χρήση του leitmotiv[σημ. 2][2]. Η Τόσκα δεν ξεκινά με ουβερτούρα αλλά με μια ακολουθία τριών πολύ δυνατών συγχορδιών, το leitmotiv που χαρακτηρίζει τον βίαιο χαρακτήρα του Σκάρπια, όπως και ολόκληρη τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου στο σύνολό του, με τις σκηνές του νεωκόρου να είναι οι μόνες ξέγνοιαστες στιγμές. Ο συνθέτης συμπυκνώνει τη δράση με μεγάλη αποτελεσματικότητα και παραχωρεί στους πρωταγωνιστές του μόνο σύντομα αλλά έντονα σόλο που δεν διακόπτουν τη μουσική συνοχή. Η πανταχού παρουσία των leitmotiv και η χρωματική γλώσσα μας προϊδεάζουν για τα έργα των Βάγκνερ και Άρνολντ Σένμπεργκ που ακολούθησαν.[3]

Παράσταση της Τόσκα στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης τον Νοέμβριο 2013
Χαρακτήρας Είδος φωνής Παγκόσμια Πρεμιέρα
14 Ιανουαρίου 1900[4]
Διευθυντής ορχήστρας: Λεοπόλντο Μουνιόνε
Φλόρια Τόσκα σοπράνο Hariclea Darclée[σημ. 3]
Μάριο Καβαραντόσσι τενόρος Emilio De Marchi
Βαρώνος Σκάρπια βαρύτονος Eugenio Giraldoni
Τσέζαρε Αντζελόττι βαθύφωνος Ruggero Galli
Νεωκόρος βαθύφωνος Ettore Borelli
Σπολέττα τενόρος Enrico Giordano
Σιαρρόνε βαθύφωνος Giuseppe Gironi
Δεσμοφύλακας βαθύφωνος Aristide Parassani
Βοσκός σοπράνο Angelo Righi
Στρατιώτες, χωροφύλακες, παιδική χορωδία, αριστοκράτες, άνθρωποι του λαού


Η ιστορία διαδραματίζεται στη Ρώμη στα μέσα Ιουνίου του 1800, εποχή μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων στη Ρώμη.

Ο Αντελόττι, ένας βοναπαρτιστής πολιτικός κρατούμενος και πρώην πρόξενος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας[σημ. 4], δραπετεύει από τη φυλακή του Καστέλ Σαντ'Άντζελο και αναζητά καταφύγιο στη Βασιλική του Σαντ’ Αντρέα ντέλα Βάλε, όπου η αδερφή του, η μαρκησία Αταβάντι, του έκρυψε μια γυναικεία αμφίεση για να διαφύγει απαρατήρητος. Την μαρκησία έχει απεικονίσει, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, σε έναν πίνακά του ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι. Όταν ένας νεωκόρος εμφανίζεται στην εκκλησία, ο Αντζελόττι κρύβεται στο παρεκκλήσι της οικογένειας Αταβάντι.

Ο νεωκόρος, μουρμουρίζοντας, βάζει σε τάξη τα εργαλεία του ζωγράφου που έρχεται ύστερα από λίγο για να συνεχίσει να δουλεύει πάνω στον πίνακά του. Ο νεωκόρος τελικά αποχωρεί και ο Καβαραντόσσι διακρίνει τον Αντζελόττι στο παρεκκλήσι, τον οποίο γνωρίζει εδώ και αρκετό καιρό και του οποίου συμμερίζεται τις πολιτικές πεποιθήσεις. Οι δυο τους ετοιμάζουν το σχέδιο απόδρασης, αλλά η άφιξη της Φλόρια Τόσκα, της ερωμένης του Καβαραντόσσι, αναγκάζει τον Αντζελόττι να τρυπώσει ξανά στο παρεκκλήσι. Ο Μάριο δεν μπορεί να αποκαλύψει τι συμβαίνει στην αγαπημένη του επειδή φοβάται ότι αυτή, ως ένθερμη χριστιανή που είναι, θα αποκαλύψει την παρουσία του Αντζελόττι, όταν πάει να εξομολογηθεί. Η Τόσκα φανερώνει στον Μάριο τα σχέδιά της για εκείνο το βράδυ. Στη συνέχεια, αναγνωρίζοντας τη Μαρκησία Αταβάντι στη φιγούρα της Μαγδαληνής που απεικονίζεται στον πίνακα, κάνει μια σκηνή ζηλοτυπίας στον Μάριο, ο οποίος με δυσκολία καταφέρνει να την ηρεμήσει και να την διώξει. Ο Αντζελόττι βγαίνει από την κρυψώνα του και συζητά με τον Μάριο, ο οποίος του προσφέρει προστασία και τον στέλνει να κρυφτεί στη βίλα του στα περίχωρα. Μια βολή κανονιού αναγγέλλει τη φυγή του κρατούμενου από το Καστέλ Σαντ'Άντζελο. Ο Καβαραντόσσι αποφασίζει να συνοδεύσει τον Αντζελόττι για να τον καλύψει κατά την απόδραση και παίρνουν μαζί τους τη γυναικεία αμφίεση, ξεχνώντας όμως τη βεντάλια στο παρεκκλήσι. Η ψευδής είδηση της νίκης των αυστριακών στρατευμάτων επί του Ναπολέοντα στο Μαρένγκο[σημ. 5] προκαλεί μεγάλη χαρά στον νεωκόρο, ο οποίος προσκαλεί την απείθαρχη παιδική χορωδία να προετοιμαστεί για το Te Deum των ευχαριστιών.

Ξαφνικά καταφθάνει ο βαρόνος Σκάρπια με τα τσιράκια του, επικεφαλής της παπικής αστυνομίας που, ψάχνοντας τα ίχνη του Αντζελόττι, έχει σοβαρότατες υποψίες για τον Μάριο, καθώς είναι κι αυτός βοναπαρτιστής. Για να μπορέσει να τον κατηγορήσει και να τον συλλάβει και έτσι να μπορέσει να βρει τον Αντζελόττι, προσπαθεί να εμπλέξει την Τόσκα, η οποία επέστρεψε στην εκκλησία για να ενημερώσει τον εραστή της ότι το πρόγραμμα τους άλλαξε καθώς την έχουν καλέσει να τραγουδήσει στο Παλάτσο Φαρνέζε για τους εορτασμούς της στρατιωτικής νίκης. Ο Σκάρπια προκαλεί τη νοσηρή ζήλια της Τόσκα χρησιμοποιώντας την ξεχασμένη βεντάλια στο παρεκκλήσι Αταβάντι. Η γυναίκα, υποψιαζόμενη ένα κρυφό ραντεβού μεταξύ του Μάριο και της μαρκησίας, ορκίζεται να τους βρει. Η Τόσκα φεύγει και ο Σκάρπια βάζει τον χωροφύλακα Σπολέττα να την ακολουθήσει κρυφά και, ενώ οι πιστοί γεμίζουν την εκκλησία ψάλλοντας το Te Deum για να γιορτάσουν την ήττα του Ναπολέοντα, ο βαρόνος φαντάζεται με άγρια χαρά τόσο τον απαγχονισμό του Καβαραντόσσι όσο και το να ρίξει στην αγκαλιά του την Τόσκα.

Στο Παλάτσο Φαρνέζε γίνεται μια λαμπρή γιορτή παρουσία του Βασιλιά και της Βασίλισσας της Νάπολης για τη νικηφόρα μάχη, ο δε Σκάρπια δειπνεί στο διαμέρισμά του. Ο Σπολέτα με τους άλλους χωροφύλακες ακολούθησαν την έξαλλη Τόσκα στη βίλα του Μάριου, από την οποία η γυναίκα βγήκε λίγο μετά, έχοντας καταλάβει το σοβαρό λάθος που προκάλεσε η ζήλια της. Οι χωροφύλακες έψαξαν εξονυχιστικά το σπίτι αλλά δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον Αντζελόττι, έτσι συλλαμβάνουν τον Μάριο και τον φέρνουν στον Σκάρπια. Ο ζωγράφος, στην ανάκριση που ακολουθεί, αρνείται να αποκαλύψει την κρυψώνα του Αντζελόττι και στη συνέχεια οδηγείται σε ένα δωμάτιο όπου τον βασανίζουν.

Η Τόσκα, που μόλις είχε εκτελέσει μια καντάτα στον επάνω όροφο του μεγάρου, καλείται από τον Σκάρπια, ο οποίος φροντίζει να ακούσει η Τόσκα τις κραυγές του Μάριο. Εξουθενωμένη από τις κραυγές του άντρα που αγαπά, η τραγουδίστρια αποκαλύπτει στον Σκάρπια την κρυψώνα του δραπέτη: το πηγάδι στον κήπο της βίλας Καβαραντόσσι. Ο Μάριο, οδηγείται στον Σκάρπια, μαθαίνει για την προδοσία της Τόσκα και αρνείται να την αγκαλιάσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή φτάνει ένας αγγελιοφόρος για να ανακοινώσει ότι η είδηση της νίκης των αυστριακών στρατευμάτων ήταν ψευδής, και ότι αντ' αυτού ήταν ο Ναπολέων που νίκησε τους Αυστριακούς στο Μαρένγκο. Ο Μάριο υμνεί τη νίκη και ο Σκάρπια τον καταδικάζει αμέσως σε θάνατο με απαγχονισμό. Αργότερα έρχεται επίσης η είδηση ότι ο Αντζελόττι αυτοκτόνησε όταν είδε να καταφθάνουν οι χωροφύλακες. Ο Σκάρπια διατάζει να κρεμάσουν το σώμα του δίπλα στον Καβαραντόσσι.

Απελπισμένη, η Τόσκα ζητά από τον Σκάρπια να δώσει χάρη στον Μάριο. Ο βαρόνος συμφωνεί μόνο υπό τον όρο ότι εκείνη θα του δοθεί. Τρομοκρατημένη, η αοιδός ικετεύει τον αρχηγό της αστυνομίας και στρέφει στον Θεό μια μομφή, αλλά μάταια. ο Σκάρπια είναι ανένδοτος και η Τόσκα αναγκάζεται να υποχωρήσει. Στη συνέχεια, ο Σκάρπια καλεί τον Σπολέττα και, με ένα κρυφό νεύμα, κάνει την Τόσκα να πιστέψει ότι ο Καβαραντόσσι θα εκτελεστεί στα ψέματα, με μια ντουφεκιά με άδεια φυσίγγια. Αφού έγραψε την άδεια διέλευσης που θα επιτρέψει στους εραστές να φτάσουν στην Τσιβιταβέκια και από εκεί να διαφύγουν, ο Σκάρπια πλησιάζει την Τόσκα για να πάρει ό,τι έχει συμφωνηθεί, αυτή όμως αρπάζει ένα μαχαίρι που βρήκε στο τραπέζι και τον σκοτώνει. Έπειτα παίρνει την άδεια από τα χέρια του πτώματος, μετά, με θρησκευτική ευλάβεια, τοποθετεί δύο κηροπήγια δίπλα στο σώμα του Σκάρπια, έναν σταυρό στο στήθος του και τελικά τρέχει μακριά.

Ξημερώνει. Στο βάθος ένας νεαρός βοσκός τραγουδά ένα μελαγχολικό τραγούδι στη ρωμαϊκή διάλεκτο. Στις επάλξεις του Καστέλ Σαντ'Άντζελο, ο Μάριο είναι έτοιμος να πεθάνει και αρχίζει να γράφει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην Τόσκα, αλλά, κυριευμένος από τις αναμνήσεις, δεν μπορεί να το τελειώσει. Η Τόσκα φτάνει απροσδόκητα και εξηγεί στον Μάριο ότι αναγκάστηκε να σκοτώσει τον Σκάρπια, δείχνοντάς του την άδεια και στη συνέχεια ενημερώνοντάς τον για τον ψεύτικο πυροβολισμό. Χαριτολογώντας τον συμβουλεύει να προσποιηθεί καλά τον πεθαμένο. Τον Μάριο, όμως, τον εκτελούν κανονικά. Η Τόσκα, συντετριμμένη και κυνηγημένη από τους χωροφύλακες, που βρήκαν τη σορό του Σκάρπια, φωνάζει «Ω Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!», πέφτει από τις επάλξεις του κάστρου και σκοτώνεται.[6]

Επί σκηνής:

  • Φλάουτο, βιόλα, άρπα, 4 γαλλικά κόρνα, 3 τρομπόνια, καμπάνες, αρμόνιο, 2 τύμπανα

Αξιοσημείωτα κομμάτια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α' Πράξη

  • Recondita armonia Καβαραντόσσι
  • Non la sospiri Τόσκα, Καβαραντόσσι
  • Qual'occhio al mondo Τόσκα, Καβαραντόσσι
  • Va, Tosca! Σκάρπια, χορωδία

Β' Πράξη

  • Ha più forte sapore Σκάρπια
  • Vittoria! Vittoria! Καβαραντόσσι
  • Vissi d'arte[7] Τόσκα

Γ' Πράξη

  • Io de' sospiri Βοσκός
  • E lucevan le stelle Καβαραντόσσι
  • O dolci mani Καβαραντόσσι
  • Amaro sol per te m'era il morire Τόσκα, Καβαραντόσσι [3]

Έχουν γίνει περισσότερες από 250 ηχογραφήσεις[8] της Τόσκα. Ακολουθούν μερικές από τις σημαντικότερες:

Έτος Διανομή
(Τόσκα, Καβαραντόσσι,
Σκάρπια)
Διευθυντής Ορχήστρας,
Λυρικό θέατρο και ορχήστρα
Δισκογραφική εταιρεία
1918 Lya Remondini,
Carlo Broccardi,
Dario Zani
Carlo Sabajno
Σκάλα του Μιλάνου
La voce del padrone
1929 Carmen Melis,
Piero Pauli,
Apollo Granforte
Carlo Sabajno
Σκάλα του Μιλάνου
Arkadia
1938 Maria Caniglia,
Beniamino Gigli,
Armando Borgioli
Oliviero De Fabritiis
Θέατρο της Όπερας της Ρώμης
HMV
1946 Grace Moore,
Jan Peerce,
Lawrence Tibbett
Cesare Sodero
Μετροπόλιταν όπερα, Νέα Υόρκη
(Ηχογράφηση παράστασης, 9 Φεβρουαρίου 1946)
Myto Records
1950 Μαρία Κάλλας,
Mario Filippeschi,
Robert Weede
Umberto Mugnai
Palacio de Bellas Artes, Πόλη του Μεξικού
(Ηχογράφηση παράστασης, 8 Ιουνίου 1950)
Arkadia
1951 Ρενάτα Τεμπάλντι,
Giuseppe Campora,
Enzo Mascherini
Alberto Erede
Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας
Decca Records
1952 Μαρία Κάλλας,
Τζουζέπε Ντι Στέφανο,
Piero Campolonghi
Guido Picco
Palacio de Bellas Artes, Πόλη του Μεξικού
(Ηχογράφηση παράστασης, 1 Ιουλίου 1952)
Archipel
1953 Μαρία Κάλλας,
Τζουζέπε Ντι Στέφανο,
Τίτο Γκόμπι
Victor de Sabata
Σκάλα του Μιλάνου
EMI Classics
1956 Ρενάτα Τεμπάλντι,
Richard Tucker,
Leonard Warren
Δημήτρης Μητρόπουλος
Μετροπόλιταν όπερα
(Ηχογράφηση παράστασης, 7 Ιανουαρίου 1956)
Andromeda
1957 Antonietta Stella,
Gianni Poggi,
Giuseppe Taddei
Τούλιο Σεραφίν
Teatro di San Carlo, Νάπολη
Philips Records
1959 Ρενάτα Τεμπάλντι,
Τζουζέπε Ντι Στέφανο,
Τίτο Γκόμπι
Gianandrea Gavazzeni
Σκάλα του Μιλάνου
(Ηχογράφηση παράστασης, Δεκέμβριος 1959)
Opera d'Oro
1964 Μαρία Κάλλας,
Carlo Bergonzi,
Τίτο Γκόμπι
Georges Prêtre
Κονσερβατόριο του Παρισιού
EMI Classics
1964 Μαρία Κάλλας,
Renato Cioni,
Τίτο Γκόμπι[9]
Carlo Felice Cillario
Βασιλική Όπερα του Λονδίνου
(Ηχογράφηση παράστασης, 24 Ιανουαρίου 1964)
EMI Classics
1966 Birgit Nilsson,
Franco Corelli,
Dietrich Fischer-Dieskau
Lorin Maazel
Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας
Decca
1972 Leontyne Price,
Πλάθιντο Ντομίνγκο,
Sherrill Milnes
Zubin Mehta
Philharmonia Orchestra, Λονδίνο
RCA Red Seal
1976 Γκαλίνα Βισνέφσκαγια,
Franco Bonisolli,
Matteo Manuguerra
Μστισλάβ Ροστροπόβιτς
Orchestre National de France
Deutsche Grammophon
1976 Μονσεράτ Καμπαγιέ,
Χοσέ Καρρέρας,
Ingvar Wixell
Colin Davis
Βασιλική Όπερα του Λονδίνου
Philips Records
1978 Mirella Freni,
Λουτσιάνο Παβαρότι,
Sherrill Milnes
Nicola Rescigno
National Philharmonic Orchestra
Decca
1979 Katia Ricciarelli,
Χοσέ Καρρέρας,
Ruggero Raimondi
Χέρμπερτ φον Κάραγιαν
Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου
Deutsche Grammophon
1980 Ρενάτα Σκότο,
Πλάθιντο Ντομίνγκο,
Renato Bruson
James Levine
Philharmonia Orchestra
EMI Classics
1990 Κίρι Τε Κανάουα,
Giacomo Aragall,
Leo Nucci
Georg Solti
National Philharmonic Orchestra
Decca
1990 Ράινα Καμπάιβανσκα,
Luciano Pavarotti,
Ingvar Wixell
Daniel Oren
Βασιλική Όπερα του Λονδίνου
RCA Victor Red Seal
2000 Άντζελα Γκεοργκίου,
Roberto Alagna,
Ruggero Raimondi
Antonio Pappano
Βασιλική Όπερα του Λονδίνου
EMI Classics
2000 Μαρία Γκουλέγκινα,
Salvatore Licitra,
Leo Nucci
Ρικάρντο Μούτι
Σκάλα του ΜΙλάνου
Sony Classical Records
2001 Fiorenza Cedolins,
Αντρέα Μποτσέλι,
Carlo Guelfi
Zubin Mehta
Maggio Musicale Fiorentino
Decca
  1. Μανόν Λεσκώ και Λα Μποέμ
  2. Το leitmotiv (οδηγητικό μοτίβο) είναι ένα χαρακτηριστικό μουσικό σχήμα που υποδηλώνει ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ή ιδέα. Μπορεί να επαναλαμβάνεται αναλλοίωτο ή να αλλάζει ενορχηστρωτικά, ρυθμικά ή αρμονικά.
  3. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας σοπράνο Χαρίκλειας Χαρτουλάρυ (1860-1939), η μητέρα της οποίας καταγόταν από την οικογένεια Μαυροκορδάτου[5]
  4. Στις 10 Φεβρουαρίου 1798, ο Λουί Αλεξάντρ Μπερτιέ, στρατηγός του Ναπολέοντα, εισέβαλε στη Ρώμη, καταλύοντας την παπική εξουσία. Υπό την προστασία των γαλλικών στρατευμάτων ιδρύθηκε η Ρωμαϊκή Δημοκρατία η οποία καταλύθηκε τον Ιούνιο του 1800 και οι Ιταλοί που την είχαν στηρίξει καταδιώχθηκαν από το Παπικό Κράτος που ανασυστάθηκε με τη βοήθεια του Βασιλείου της Νεαπόλεως
  5. Στις 14 Ιουνίου 1800 ο στρατός του Ναπολέοντα συνάντησε τις αυστριακές δυνάμεις στη πόλη του Μαρένγκο. Τα αυστριακά στρατεύματα σημείωσαν αρχικά επιτυχία. Ο διοικητής τους, Μίκαελ φον Μέλας, έστειλε αυτά τα νέα νότια προς τη Ρώμη. Ωστόσο, νέα γαλλικά στρατεύματα έφτασαν αργά το απόγευμα και ο Ναπολέων επιτέθηκε στους κουρασμένους Αυστριακούς αναγκάζοντάς τους σε άτακτη υποχώρηση. Και τότε ο Μέλας έστειλε έναν δεύτερο αγγελιαφόρο νότια με το νέο μήνυμα.

Βιβλιογραφικές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • ΚΑΡΝΕΡ ΜΟΣΚΟ: GIACOMO PUCCINI: TOSCA, 1985, CAMBRIDGE UNIVERSITY PRESS, ISBN 9780521296618
  1. Betsy Schwarm. «Tosca». Britannica. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2022. 
  2. Γιάννης και Ανθούλα Παπαδοπούλου (2001). «VII. Η ιταλική όπερα τον 19ο αιώνα». Όπερα, Διαδρομή στα Λυρικά Μονοπάτια. Αθήνα: Μουσικός οίκος Φίλιππος Νάκας. σελ. 111. ISBN 960-290-571-9. 
  3. 3,0 3,1 Harold Rosenthal -John Warrack (ed. italiana Luciano Alberti) (1991). «Τόσκα». Dizionario enciclopedico dell'opera lirica. Φλωρεντία: Le lettere. σελίδες 906–907. ISBN 88 7166 038 2. 
  4. «Tosca: Performance history». Stanford University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2010. 
  5. «Hariclea Darclèe. 150 anni della nascita del soprano romeno (1860-1939)». Centro Culturale Italo Romeno, Milano. 1 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2022. 
  6. Γιάννης και Ανθούλα Παπαδοπούλου (2001). «Μέρος Δεύτερο, G. Puccini: ΤΟΣΚΑ». Όπερα, Διαδρομή στα Λυρικά Μονοπάτια. Αθήνα: Μουσικός οίκος Φίλιππος Νάκας. σελίδες 310–311. ISBN 960-290-571-9. 
  7. «Maria Callas - Vissi d'arte (Puccini, Tosca)». YouTube. 24 Ιανουαρίου 1964. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2022. 
  8. Recordings of Tosca on operadis-opera-discography.org.uk
  9. Anna Tims (23 Ιουλίου 2012). «How we made: Franco Zeffirelli and John Tooley on Tosca (1964)». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2022. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]