Brot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Brot die Brote
γενική des Brots
Brotes
der Brote
δοτική dem Brot
Brote
den Broten
αιτιατική das Brot die Brote

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Brot < συγγενές με το αγγλικό bread

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁoːt/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Brot (de) ουδέτερο

  • το ψωμί
    • ein stück Brot - ένα κομμάτι ψωμί

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Brot < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Brot < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]