Frage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Frage (de) θηλυκό

  • η ερώτηση
    die Fragen waren leicht - οι ερωτήσεις ήταν εύκολες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • das kommt nicht in Frage - δεν τίθεται καν θέμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]