abduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abduction abductions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abduction (en)

  • η απαγωγή
    1. η απομάκρυνση
      the abduction of heat - η απαγωγή της θερμότητας
    2. η αρπαγή ατόμου
      the abduction of a child - η απαγωγή ενός παιδιού
    3. η απαγωγή (στη γυμναστική)
      abduction of limbs - απαγωγή των άκρων
    4. μέθοδος συλλογισμού κατά την οποία ξεκινάμε από μία προφανή πρόταση για να εξαγάγουμε ένα πιθανό (όχι όμως βέβαιο) συμπέρασμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη abduct



      ενικός         πληθυντικός  
abduction abductions

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ab.dyk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abduction (fr) θηλυκό