accessible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accessible < γαλλική accessible < λατινική accessibilis < accessus < accedo

Επίθετο

[επεξεργασία]

accessible (en)

Κατάλληλη πρόθεση

[επεξεργασία]
  • accessible to: η κατάλληλη πρόθεση είναι το to
  • accessible + τυπική διατύπωση/φράση: μπορεί η πρόθεση να διαφέρει εάν αποτελεί τυπική διατύπωση
    παράδειγμα: accessible at high water, accessible with accommodations for the (cohort/some

people) - οι προθέσεις εδώ δεν συνδέονται με το accessible· αποτελούν ξεχωριστά συστατικά της πρότασης (απλώς βρίσκονται δίπλα)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ksɛ.sibl/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

accessible < λατινική accessibilis < accessus < accedo

Επίθετο

[επεξεργασία]

accessible (fr)

  1. ευνόητος
  2. ευπρόσιτος
  3. προσιτός
  4. προσβάσιμος


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]