chair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃɛə(ɹ)/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chair chairs

chair (en)

  1. (έπιπλο) η καρέκλα
  2. o προεδρεύων

chair (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chair (fr)