composite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

composite (en)

  1. η σύνθεση
  2. (μαθηματικά) μη πρωτάριθμος, μη πρώτος αριθμός, σύνθετος αριθμός (η λέξη μιγαδικός περιγράφει άλλη έννοια)