cry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cry cries

cry (en)

ενεστώτας cry
γ΄ ενικό ενεστώτα cries
αόριστος cried
παθητική μετοχή cried
ενεργητική μετοχή crying

cry (en)

  1. κλαίω
    He’s crying his eyes out.
    Στραβώνεται στο κλάμα.
     συνώνυμα: sob, weep
  2. φωνάζω, κραυγάζω
     συνώνυμα: shout

Παράγωγα

[επεξεργασία]