environment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈvaɪɹə(n)mənt/ & /ɪnˈvaɪɚ(n)mənt/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

environment (en)

  1. το περιβάλλον
  2. (πληροφορική) το περιβάλλον ενός υπολογιστικού συστήματος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • environment στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια