generosity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]generosity (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η γενναιοδωρία
- ↪ His donations speak volumes about his generosity.
- Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
- ↪ His donations speak volumes about his generosity.