germ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒɜːm/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

germ (en)

  1. μικρόβιο, μικροοργανισμός
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σπέρμα, σπόρος, φύτρο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • germ στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)