gourmet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gourmet gourmets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gourmet (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) οινολόγος, αυτός που δοκιμάζει τα κρασιά
     συνώνυμα: goûteur
  2. καλοφαγάς, αυτός που του αρέσει το καλό φαΐ και το καλό ποτό, γκουρμέ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]