insubordination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]insubordination (en)
- ανυποταγή, έλλειψη υποταγής, το να είναι κανείς ανυπότακτος, η ανυπακοή, η απείθεια
- ασέβεια προς την εξουσία