longitudinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]longitudinal (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
longitudinal fissure στην αγγλική Βικιπαίδεια
(διαμήκης σχισμή: διαχωρίζει τα ημισφαίρια - opencourses.uoc.gr)
Πηγές
[επεξεργασία]- longitudinal - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- longitudinal - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | longitudinal | longitudinals |
θηλυκό | longitudinale | longitudinales |
Επίθετο
[επεξεργασία]longitudinal (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- longitudinal - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- longitudinal - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online