longitudinal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

longitudinal (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • longitudinal fissure στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (διαμήκης σχισμή: διαχωρίζει τα ημισφαίρια - opencourses.uoc.gr)



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό longitudinal longitudinals
θηλυκό longitudinale longitudinales

Επίθετο

[επεξεργασία]

longitudinal (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]