sophomore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sophomore sophomores

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sophomore < πιθανόν με την επίδραση της αρχαία ελληνική σοφός + μωρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sophomore (en) (ΗΠΑ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • sophomore στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Επίθετο

[επεξεργασία]

sophomore (en)

  1. (ΗΠΑ) δεύτερος σε μία σειρά πχ. εργοστασιακό μοντέλο, μουσικός δίσκος, βιβλίο
  2. (μειωτικό) ψεύτικα ώριμος, καθώς είναι δεύτερος και όχι πρώτος