spoken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]spoken (en) (χωρίς παραθετικά)
- προφορικός
- ↪ the written word and the spoken word - ο γραπτός λόγος και ο προφορικός λόγος
- ↪ Her spoken English is better than her written.
- Τα προφορικά της στα αγγλικά είναι καλύτερα από τα γραπτά της.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spoken (en)