tun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

tun (de)

  • κάνω
    er hat damit nichts zu tun - δεν έχει να κάνει τίποτα μ' αυτό / δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]