initialize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας initialize
γ΄ ενικό ενεστώτα initializes
αόριστος initialized
παθητική μετοχή initialized
ενεργητική μετοχή initializing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
initialize < initial + -ize

initialize (en)